- δίχα
- δίχα (AM) [δις](πρόθεση) (με γεν.) χωρίς (α. «δίχα θορύβου και βοῆς» β. «ἀνθρώπων δίχα» — χωρίς ανθρώπουςγ. «μόνη, φασγάνου δίχα» — μόνη, χωρίς ξίφος)αρχ.Ι. επίρρ.1. σε δύο μέρη, χωριστά (α. «πλευροκοπῶν δίχα ἀνερρήγνυ» — χτυπώντας στα πλευρά, έκοβε [τα πρόβατα] σε δύο κομμάτιαβ. «δίχα πάντα δέδασται» — έχουν χωριστεί σε δύο μέρη)2. κατά δύο τρόπους (α. «δίχα θυμὸς ἐν φρεσὶ μερμήριξε» — η ψυχή του αμφιταλαντεύθηκε ανάμεσα σε δύο εκδοχέςβ. «δόξα δ' ἐχώρει δίχα» — υπήρχαν δύο διαφορετικές γνώμες)3. διαφορετικά («μαθήσεται ὅσον τ' ἄρχειν καὶ δουλεύειν δίχα» — θα μάθει πόσο διαφορετικό είναι το να ασκεί κανείς εξουσία ή να υποτάσσεται)II. (πρόθ. με γεν.)1. διαφορετικά, ανόμοια («σῆς δίχα γνώμης λέγω» — εκφράζω διαφορετική άποψη από τη δική σου)2. άνευ, χωρίς («πόλεως δίχα» — χωρίς τη γνώμη τών πολιτών)3. εκτός, πλην («δίχα γε Διός»).
Dictionary of Greek. 2013.